υπηρεσία

υπηρεσία
η
1) служба, исполнение служебных обязанностей;

στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;

στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;

μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;

αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;

καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;

δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;

απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;

εκτελώ υπηρεσία — нести службу;

επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;

2) дежурство; наряд, вахта;

έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;

παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;

3) стаж (работы);

έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;

συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;

4) услуга;

προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;

προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;

5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);
6) ведомство; служба; учреждение;

δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;

στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;

διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;

οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;

ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;

υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;

πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;

μετεωρολογική υπηρεσία — служба (или бюро) погоды


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "υπηρεσία" в других словарях:

  • ὑπηρεσία — ὑπηρεσίᾱ , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc/acc dual ὑπηρεσίᾱ , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • υπηρεσία — η 1. εργασία που αναλαμβάνει υπηρέτης, στρατιωτικός, δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, καθώς και η εκτέλεσή της: Ώρες υπηρεσίας. 2. το σύνολο των λειτουργιών ενός κράτους ή άλλης οργάνωσης ή το σύνολο των λειτουργιών ορισμένου κλάδου: Δημόσια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπηρεσίᾳ — ὑπηρεσίαι , ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc pl ὑπηρεσίᾱͅ , ὑπηρεσία body of rowers fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρέσια — ὑπηρέσιον cushion on a rower s bench neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού — (ΓΥΣ). Υπηρεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας η οποία έχει σκοπό την εξυπηρέτηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αλλά και των πολιτών, με την παροχή γεωγραφικών δεδομένων. Η ΓΥΣ ιδρύθηκε το 1889 επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • ὑπηρεσίας — ὑπηρεσίᾱς , ὑπηρεσία body of rowers fem acc pl ὑπηρεσίᾱς , ὑπηρεσία body of rowers fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρεσίαι — ὑπηρεσία body of rowers fem nom/voc pl ὑπηρεσίᾱͅ , ὑπηρεσία body of rowers fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρεσίαν — ὑπηρεσίᾱν , ὑπηρεσία body of rowers fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρεσιῶν — ὑπηρεσία body of rowers fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»